Новогреческий словарь
εκπαιδευμένος
εκπαιδευμένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκπαιδευμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μεσοβασιλεία
—
λυγιστός
—
Αυστραλή
—
ζύμωση
—
αθυρματοποιία
—
απόπνιξη
—
χαλκωματάς
—
συνδημότης
—
αλεξαντρινός
—
γούπατο
—
κορυφή
—
ελάφρυνση
—
ρακιτζής
—
βαργεστίζω
—
αναβιβαστήρας
—
καταμετρητός
—
εικονοποιός
—
πολλαπλασιασμός
—
αναμφισβήτητα
—
χαρτοπετσετοθήκη
—
καλημέρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве