|
(-ωνος) ο 1) сифон; 2) мор. насос #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сифон? — σίφων как на (ново)греческом будет слово насос? — σίφων как с (ново)греческого переводится слово σίφων? — сифон, насос — θαμπώνω — τσοπάνης — αμοιασιά — πρελούντιο — δαφνοφόρος — αδιαλόγιστος — αγγελόκομμα — διακονάω — καταπλακώνω — προσηνέχθην — τελίτσα — ξαναπαίρνω — αντασφαλίζω — νένα — σκεπτικίστρια — οραματισμός — εγγικτικός — βαθιονόητος — αναγκαιώ — πτερό — καταλογιστός |
|||