Новогреческий словарь
συνεπήχθην
συνεπήχθην
παθ. αόρ. от συμπηγνύω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνεπήχθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
τρίκαυλος
—
Δανός
—
σύγκαψα
—
απαριθμώ
—
αξιομακάριστος
—
μεσαδρούλα
—
μηνιγγικός
—
αξιάγαστος
—
πόσος
—
εξηνταρίζω
—
προβιά
—
μυγούλα
—
ετερος
—
μπαξές
—
τεντωμένος
—
πασσαλώνω
—
κατρανάς
—
αποκαλύπτω
—
αξινος
—
εβραϊκή
—
λεβάντες
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве