|
η мед. кишечное кровотечение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кишечное кровотечение? — εντερορραγία как с (ново)греческого переводится слово εντερορραγία? — кишечное кровотечение — πολυποσία — ξηραντήριο — βαρυστομαχιάζω — φτερνοχτυπώ — αριστερόκοσμος — βρωμολίμνη — προορίζω — ανασείομαι — πρωτομηνιά — εκατέρωθεν — υποπράκτορας — ανταπαιτώ — πλάνισμα — τήκομαι — αχτίδα — ζελέ — Αλβανία — αθαλάσσωτος — δίσφαιρο — ποιμαντικός — λελέκι |
|||