Новогреческий словарь
επιτρέχω
επιτρέχω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιτρέχω
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αρχέγονος
—
εξήνεγκον
—
αιματοκύλισμα
—
ατσιγάριστος
—
σκέφτομαι
—
σταχτύς
—
αιματολόγος
—
ψάθινος
—
ρασιοναλισμός
—
ξεπαράδιασμα
—
ευρεσίτεχνο
—
οξύνοια
—
καβατζάρισμα
—
εικοσάχρονος
—
ξανθοπώγων
—
φιστικής
—
ανακόχλαση
—
ξαρματωμένος
—
ζωοπαθολογία
—
διατρητικός
—
εύχομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве