|
: διέρχομαι υπό τά ~ δίκρανα — унижаться #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καυδιανά? — — εντερογραφία — βιοπορίζομαι — ανειδίκευτος — διαμαρτυρικά — βεβουλευμένως — αποχαυνώνω — στιφτός — απολογισμός — λιχούδικος — ἐδωδή — καλοζυγιασμένος — γείτων — πατάσσω — μυκτηρισμός — καθάριος — αλλόπιστος — μοιραστής — άγαλος — εκτυφλωτικός — ζα — αεροσκόπιον |
|||