|
η игуменья; настоятельница #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово игуменья? — ηγουμένισσα как на (ново)греческом будет слово настоятельница? — ηγουμένισσα как с (ново)греческого переводится слово ηγουμένισσα? — игуменья, настоятельница — ζωολάτρισσα — πενηντάρικο — ξετσίπωτα — ζουρλομαντύας — ασύλλεχτος — ακαταπράντος — μονοκοντυλιά — ραδιοτηλεγραφητής — μεθοκόπι — σκασίλα — μεταρρύθμιση — καπίστρι — ρεαλιστικός — μητρυιά — προχειρογράφος — κλείς — ανατομική — ασάλπιστος — ξελαφρώνω — αραχναίος — ενενηνταριά |
|||