Новогреческий словарь
μηνορραγία
μηνορραγία
η физиол.
менструация
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
менструация
? —
μηνορραγία
как с
(ново)греческого
переводится слово
μηνορραγία
? — менструация
#
(ново)греческий словарь
—
λαχανοπωλείο
—
σύρμα
—
οικονομολογικός
—
δεκαεξαετία
—
κεντριστής
—
αυξαίνω
—
πλοηγεσία
—
χημικός
—
καταφερτζού
—
άπηχτος
—
εύρος
—
ελκούμαι
—
αγωνιστική
—
στυλό
—
αλφάβητος
—
νόθευμα
—
λιθόκτιστος
—
αμφιγνωμίο
—
σιωπηρώς
—
απανθράκωση
—
συνεπαρχιώτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве