Новогреческий словарь
ταντέλα
ταντέλα
η
кружево
;
===
γίνομαι ~ — остаться без копейки
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кружево
? —
ταντέλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ταντέλα
? — кружево
#
(ново)греческий словарь
—
Γερμανίδα
—
ανεπικύρωτος
—
αρχοντόπουλο
—
ενδοφλέβια
—
ευθετίζω
—
κυριολεξία
—
στείψιμο
—
παντούφλα
—
απείσμωτος
—
μελιτζανοσαλάτα
—
μπάζω
—
αντεκδικητικός
—
άγαρμπος
—
αμυλοσάκχαρο
—
αντεπίθεση
—
σαρκολάβος
—
τσεμπέλι
—
χηρευάμενη
—
στενοχωρούμαι
—
κυρτότητα
—
χαροποιώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве