|
(-ότος) : ~ός πρόβατον — прям., перен. заблудшая овца #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово απολωλώς? — — λατομία — πρωτεξαδέρφη — γναφάλωση — αισχροκερδής — αρχιναύορχος — ευλαβητικός — σταφιδικός — ισοπαλία — αλλέγρο — μόνωση — λουστράρισμα — καρδιοαγγειακός — γλίδα — αστήθι — αποκοίμιση — πεντάδραχμο — πασπάλισμα — εξόρμισις — γελοιοποιώ — αγουροφέρνω — γλωσσίδι |
|||