Новогреческий словарь
εισοδιακός
εισοδιακός
связанный с урожаем
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
связанный с урожаем
? —
εισοδιακός
как с
(ново)греческого
переводится слово
εισοδιακός
? — связанный с урожаем
#
(ново)греческий словарь
—
αξιόποινον
—
κομμάρα
—
γλωσσάλγημα
—
φραντζολίτσα
—
μεταπλαστός
—
συνύφανση
—
περιβολήσιος
—
μικροϊδιοκτησία
—
βοηλάτης
—
αργιλωρυχείο
—
φυματιολογία
—
συμπέρασμα
—
ναυαγοσωστικός
—
αυτοφωτογράφηση
—
πολύμοχθος
—
διαβόητος
—
γαλάκτισμα
—
αδελφογαμία
—
ασαλπάριστος
—
ψοφώ
—
εγκατοπτρίζομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве