|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μανταρισμένος? — — διαμορφώνω — βοϊδομάτης — αντίχειρ — περιτυλίγω — φαγοκύτωση — αλευθέρωτος — χουχουλιέμαι — καλνώ — πεντάκλιτος — μελανόμαυρος — λάπα — ασπιδοφόρος — επινόηση — εφυδραργορώνω — απόγυρος — βεζικατόριο — καβαλλαρία — βασιλόπουλο — γινατάρης — απόλουσμα — συνήγορος |
|||