Новогреческий словарь
σμπαραλιάζω
σμπαραλιάζω
разбивать вдребезги
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
разбивать вдребезги
? —
σμπαραλιάζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
σμπαραλιάζω
? — разбивать вдребезги
#
(ново)греческий словарь
—
λαδοκούμαρο
—
ιππόδρομος
—
αισθητικά
—
Άραβες
—
χαϊδολογώ
—
ξεγοφιάζω
—
αναπαλλοτρίωτα
—
μακροχέρης
—
εγκληματικότητα
—
διαπνοϊκός
—
πολύδενδρος
—
κιτρινόμαυρος
—
αντιγράφομαι
—
εμβρυογονία
—
παρογνωρίζω
—
εξωθερμικός
—
νομοταγής
—
μετάπλαση
—
εργατόπαιδο
—
δαφνοστεφάνωτος
—
βουλγάρικα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве