|
η мед. огнебоязнь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово огнебоязнь? — πυροφοβία как с (ново)греческого переводится слово πυροφοβία? — огнебоязнь — πισινά — διαρθρώνω — αφιλολόγητος — εσχατόγηρως — πάγκρεας — επανατάκτης — ακριβοχέρης — παντρεύω — ανακάμπτω — γαλάζιο — δενδροειδής — μεταλλουργός — ξεσαμάρωτος — προτρέχω — αρρήμαχτος — φηκάρι — δείξιμο — κατάδυση — ανεκτικός — διαλανθάνω — αιτίασις |
|||