Новогреческий словарь
ενδοσπέρμιον
ενδοσπέρμιον
το бот.
эндосперм
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
эндосперм
? —
ενδοσπέρμιον
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενδοσπέρμιον
? — эндосперм
#
(ново)греческий словарь
—
ανεπιδίκαστος
—
τυροποιούμαι
—
ξεπερνάω
—
απαράδοτος
—
τυλίγομαι
—
λεβεντόπαιδο
—
διάρμισμα
—
ορμίδι
—
μιμηλή
—
υπερατλαντικός
—
γερμανικός
—
μονομερής
—
βολτ
—
ψάθη
—
παρασάνταλος
—
προημιτελικά
—
ανερευνώ
—
κυβερνήσιμος
—
χαλκοπλαστικός
—
αρχικατεργάρης
—
παρετυμολογώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве