|
ο 1) почтальон; 2) курьер; === διπλωματικός ~ — дипкурьер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово почтальон? — ταχυδρόμος как на (ново)греческом будет слово курьер? — ταχυδρόμος как с (ново)греческого переводится слово ταχυδρόμος? — почтальон, курьер — διαβολομάζωμα — φιλολαϊκός — μαυρομάτικος — υψηλό — αμμωνιτοειδή — πρωτοπλάστης — εκβιαστικός — καλοκαγαθία — κακοφέρνομαι — ποντικί — καρώτο — σπηλαιολογία — θρέμμα — σκοτωμένος — μονοπόρτι — μαλάσσω — αναπάντητος — υπεραιμία — αναχασμιέμαι — κατιφεδένιος — διαγγέλλω |
|||