|
уст. пронзённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пронзённый? — διαπεπαρμένος как с (ново)греческого переводится слово διαπεπαρμένος? — пронзённый — τυλιγάδι — υγιεινά — αφαιρετός — οντουλασιόν — συνένοχος — τρίχινος — φρενάρω — καλομιλάω — ξεσπώ — καταλληλότητα — κισσός — πηροχειρία — κορνεττίστας — ψήστης — κοιλιόδουλος — εκπόρθηση — λοξοτομώ — τοτουάζ — λιχουδιάρης — απερδίκλωτος — δίκαιος |
|||