Новогреческий словарь
μακρόχρονος
μακρόχρονος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
μακρόχρονος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
πετρελαιόπισσα
—
κουραστάρι
—
μεγολόνους
—
αψιμαχώ
—
γονέας
—
κοινότητα
—
δίχηλα
—
μεταλλευτική
—
χούλιγκαν
—
τσινιά
—
τορπιλλικό
—
γαϊδουρίζω
—
αναγομώνω
—
τοπικιστής
—
ασιανός
—
τζετ
—
χαλικόστρωση
—
πλοηγός
—
εγκαταλειμμένος
—
πατριός
—
μοσκιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве