|
гетсрогамный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гетсрогамный? — ετερόγαμος как с (ново)греческого переводится слово ετερόγαμος? — гетсрогамный — απότρυγα — κατακρίνομαι — επιτελής — μπογιάτισμα — ξελαίμιασμα — μαινάδα — δικτατορίσκος — τρίκυκλο — κοπρόστομος — αστόμωτος — λαμνοκωπώ — σορβιά — φυγοδικέω — αρτύνω — προσωρινός — άσκεφτος — εσχαρέας — αγορήτρια — επιναυπηγός — λουστικά — μπαμπόγερια |
|||