|
(αόρ. αντεπενέβην) противодействовать (вмешательству) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово противодействовать? — αντεπεμβαίνω как с (ново)греческого переводится слово αντεπεμβαίνω? — противодействовать — βελονότρυπα — σταχτοκουλούρα — μπουφές — υπαλείφω — βόμβυξ — μακρόπνοια — φιλικότητα — φαρμακοτεχνικός — νύφη — άκλιτος — φουντουκής — απομαλλίδι — εντατική — ερινιάζω — γαλακτοπαραγωγικός — σκουρόχρωμος — επιστήριξις — βοτανιάζω — χεροβολιά — κακοστομαχιά — πεισμονή |
|||