Новогреческий словарь
επιταχύνω
επιταχύνω
(αόρ. επιτάχυνα, παθ. αόρ. επιταχύνθηκα)
ускорять
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ускорять
? —
επιταχύνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιταχύνω
? — ускорять
#
(ново)греческий словарь
—
φθινοπωρινός
—
αξαλάφρωτος
—
απαιδος
—
κινητοποιούμαι
—
τοιχωρυχος
—
καπότο
—
ναυλομεσίτης
—
διαθλαστικός
—
φωτοδότης
—
μεταδότης
—
ετερόπτερος
—
μαυρολέλεκας
—
μακελλειό
—
μπερντές
—
αισχρός
—
μάλωμα
—
μπαγκανότα
—
καταγέλαστος
—
πανουργία
—
τερματικό
—
ασωφρόνιστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве