Новогреческий словарь
υποπλέω
υποπλέω
(αόρ. υπέπλευσα)
плыть вдоль
(чего-л)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
плыть вдоль
? —
υποπλέω
как с
(ново)греческого
переводится слово
υποπλέω
? — плыть вдоль
#
(ново)греческий словарь
—
αναζωογονητικός
—
σταφιδίνη
—
μοναχόπαιδο
—
οποσηδήποτε
—
σουρομαδιούμαι
—
πεντακοσιόδραχμο
—
πυελοκυστίτιδα
—
διάμασχα
—
κομουνιστικός
—
πλώρα
—
κατεργασία
—
αγούνωτος
—
καημενούλης
—
εφορευτικός
—
καλογερικός
—
αγκιστρωτός
—
ψευδοπάτωμα
—
προσκυνηματάκι
—
παλιομπεκρής
—
μπουκαδούρα
—
μεταγράφω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве