Новогреческий словарь
πικεδένιος
πικεδένι|ος
пикейный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пикейный
? —
πικεδένιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πικεδένιος
? — пикейный
#
(ново)греческий словарь
—
γεροντολογάω
—
ασβεστοκονία
—
λουσαρίζω
—
μύκητας
—
απρομήθευτα
—
ξυλοπάπουτσο
—
τρικλός
—
αξιόχρεος
—
εγγονάκι
—
φορμαρισμένος
—
περιποιητικότητα
—
ασύνδετον
—
υπομονετικότητα
—
επισωρεύω
—
εξαφνικό
—
ξεραίνομαι
—
φάρα
—
καλαμαριά
—
πεταλούδισμα
—
εξομαλιστικός
—
ανατροφέας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве