|
тип. линотипный; ~ή μηχανή — линотип #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово линотипный? — λννοτυπνκός как с (ново)греческого переводится слово λννοτυπνκός? — линотипный — χρωματοπώλις — ουγγρικός — μεθοδευμένος — κρυσταλλογόνος — καθρέφτισμα — εκποιώ — παραφύσι — αγαποβότανο — αντιαεροπλοϊκός — υδροφιλικός — ημεροκαματιάρης — ηλεκτρομαγνητικός — επαπειλούμενος — πρωτοχρονιάτικα — αρνεύγω — σκώρος — χρυσόχλωρος — ιχνηλάτηση — εσιχάθην — αχερόστρωμα — μουλαρώνω |
|||