Новогреческий словарь
κουρούνα
κουρούνα
η
ворона
;
===
γίνομαι ~ στό μεθύσι — напиться до бесчувствия
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ворона
? —
κουρούνα
как с
(ново)греческого
переводится слово
κουρούνα
? — ворона
#
(ново)греческий словарь
—
πρόσπερα
—
συνδέω
—
δελφίνη
—
καταβολεύω
—
αβυσσοπελάγιος
—
βούζούνας
—
πλινθοκεραμοποιός
—
γεροντάκι
—
μηρυκαστικός
—
ανακάλυψη
—
σεντέφι
—
λινοστολή
—
γαργαλώ
—
αντιλυσσικός
—
στομαλίμνη
—
έντυπος
—
αέρισμα
—
νεροπούλα
—
αεροβόλος
—
στεαρίνη
—
αιματόσταση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве