Новогреческий словарь
δεσποτικόν
δεσποτικόν
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
δεσποτικόν
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αλαργεμένος
—
απειρομεγέθως
—
αντισχέδιο
—
Βενετσιάνα
—
αδιοχέτεοτος
—
ερωτώ
—
μετενσαρκώνομαι
—
φιλοδοξώ
—
εποικιστικός
—
τριμερώς
—
βλεφαριδωτός
—
αυτοέλεγχος
—
ακτινολογικός
—
τσουλούφι
—
γαντώνομαι
—
διαγκώνιση
—
ματσούκα
—
προχρονολογώ
—
εβδομαίος
—
πλευριτώνω
—
κατάντια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве