|
η богословие, теология #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово богословие? — θρησκειολογία как на (ново)греческом будет слово теология? — θρησκειολογία как с (ново)греческого переводится слово θρησκειολογία? — богословие, теология — γιγαντώνομαι — κουτσοφλέβαρος — εξέχων — Γιαπωνέζος — γέμωσμα — μπελαλίδικος — μακαρόνι — πολλαπλούς — προνοιακός — ραδιοπομπός — καπριτσιόζος — αρέσκομαι — προσκύνημα — σανατόριο — πουδρίτσα — πυλών — εθελοκωφώ — γονηός — καλυτερεύω — μαυλάω — αψομιλώ |
|||