|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αρτηριοπάθεια? — — συνταυτίζω — λωλαμάρα — καστανέα — οικογενειακότητα — εκπλάτυνση — αποκρυφισμός — ζιμπίλι — μπεκρηλίκι — κλάδο — αλητόπαιδο — ελίττω — μιξόδια — διακλύζω — ιπποτροφείο — δίστηλος — ανεπίτρεπτος — πρόποδες — παρατεταγμένα — αβλαβής — ανυφαντός — σπαθάτος |
|||