|
η (спец.) снеголом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снеголом? — χιονοθλασία как с (ново)греческого переводится слово χιονοθλασία? — снеголом — ασυναρτήτως — δίς — αρνίο — βρακοζώνα — αρρίνιστος — οδομαχία — διατοιχώ — διάμηκες — ανθρωποειδής — μεσοχωρίτης — βραχύκαννος — αγγειολογία — ραστώνη — σκληραγωγημένος — αποπολλής — καύχηση — επανεμφανίζομαι — αντιστικτικός — τροπαιοφόρος — αποχτενίδια — ακαμάτης |
|||