Новогреческий словарь
ενόψει
ενόψει
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενόψει
? —
#
(ново)греческий словарь
—
γονέας
—
φουρτουνιάζω
—
ένθεμα
—
ομότυπος
—
σημειωτός
—
κυμβαλίστρια
—
παραβλάσταρο
—
πολλαπλώς
—
δύτης
—
αφράλα
—
επιγραμματοποιός
—
πιανίστα
—
γιαβάς
—
μετριοφροσύνη
—
πρωί
—
σπάζω
—
γιαχνίζω
—
σιγκούνο
—
εμπλάστρωμα
—
πωλητήριος
—
αποχαρακώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве