|
το бухг. кредит; δούναι καί ~ — дебет и кредит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кредит? — λαβείν как с (ново)греческого переводится слово λαβείν? — кредит — καρεκλάς — αργοτάξιδος — άρχομαι — κυνόδοντας — ριπίζω — φίλα — πυράγρα — ασκόλαστος — τρίπλευρος — πολυτεχνικός — μεταγραμματίζω — επιδοκιμάζω — ύφαλος — νταμωτός — συζυγής — ιστιοδέτης — κλισιοσκόπιο — διεκδικήτρια — κατσικοχώρι — μπατικά — ιππικό |
|||