|
сложенный в два кирпича #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сложенный в два кирпича? — δίπλινθος как с (ново)греческого переводится слово δίπλινθος? — сложенный в два кирпича — ανακάτεμα — παραδοτέος — πατατούλα — χρονογραφικός — επιχείρημα — φωνίτσα — τραβέρσα — κοινοβιότητα — συγκλίνων — αντίχτυπος — πάλεμα — στεγνός — κραυγαλέος — σκανδαλοποιός — ιδιοκατοίκητος — πλαδαρός — μιλτώδης — ασπόνδυλος — θαυμαστικό — μελισσοκομική — χρηματοπιστωτικός |
|||