|
το безмен (пружинный) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безмен? — κανταράκι как с (ново)греческого переводится слово κανταράκι? — безмен — φυσιοθεραπεία — συμβολική — συστέλλομαι — όχι δά — εισπνέω — ασκητήριον — αβωλοκόκοπος — αλάδωτα — ενήλικος — βαμβακοκλώστης — λιόχαρος — εκβάθυνση — υδροθεραπευτήριο — μοντάρω — μεσημερίαζω — παραμόρφωση — έμφοβος — έκχωση — συγκερνάω — εντομοφάγος — φυσιογνωμία |
|||