|
το : κάνω ~ — а) подавлять, укрощать, усмирять; б) внушать уважение, почтение, импонировать; δέν τά κάμνει ~ τά παιδιά του — [phrase]он совершенно не умеет держать в руках своих детей[/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ζάφτι? — — περιχαράκωση — κακόγεννη — αίσθηση — μυσαρός — κλητός — μετάπλαση — αισθηματικώς — υπότρομος — χαλκογράφος — λεκιάζω — μαστέλλος — παιδοφιλία — γιαραντίζω — καλανδάρι — υδραυλική — ετεμον — αρμίδι — ανδροκρατούμενος — απόλαμπρα — αποικιοκράτης — υδατισμός |
|||