Новогреческий словарь
επινοητής
επινοητ|ής
ο 1)
изобретатель
;
2)
выдумщик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
изобретатель
? —
επινοητής
как на
(ново)греческом
будет слово
выдумщик
? —
επινοητής
как с
(ново)греческого
переводится слово
επινοητής
? — изобретатель, выдумщик
#
(ново)греческий словарь
—
αμφίστροφος
—
πολυπράγμων
—
φαντασμός
—
εκπαρθενεύω
—
διατυμπανισμός
—
χηνοτροφία
—
γιορτασμός
—
αποκατεστημένος
—
ξιφίας
—
αντίκλαρο
—
ξεκαβαλικεύω
—
αρνησικυρία
—
σκίζα
—
φοινίκων
—
σταμπωτός
—
σύνολο
—
αποκαίγω
—
μετανάστης
—
χοντρομπακάλης
—
κωδωνοστοιχία
—
ταβανίσιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве