|
шестьдесят #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шестьдесят? — εξήντα как с (ново)греческого переводится слово εξήντα? — шестьдесят — χωροχρόνος — αποθυμώ — πασχάζω — διιστάμενος — αδράχτι — χαλκογραφικός — αναπόδειχτος — χιονοκύλισμα — ελληνοδιδάσκαλος — φτερουγώ — δημοκόπος — μάντης — δεινοπαθής — διασπορέας — κρεββατώνω — ακερμάτιστος — υδροπρίων — αδιακόρευτος — καλαμένιος — αναρχικότητα — παραφύλαγμα |
|||