Новогреческий словарь
μακρόχειρ
μακρόχειρ
(-ειρος) ο, η
длиннорукий человек
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
длиннорукий человек
? —
μακρόχειρ
как с
(ново)греческого
переводится слово
μακρόχειρ
? — длиннорукий человек
#
(ново)греческий словарь
—
δυναμοδείκτης
—
μαχιμότητα
—
ακριβοζυγιάζω
—
ετάθην
—
βεβαίως
—
πολύκαρπος
—
αδρότητα
—
ματοκύλισμα
—
επιτεταγμένος
—
παραδόξως
—
αρρεναγωγείον
—
έμμουσος
—
εγχελυοτροφείον
—
σκουλήκιασμα
—
αμαξοφόρτωμα
—
αφοσιωμένος
—
μπήκα
—
γαλβανίζω
—
ασυνέριστος
—
γκιοσέμι
—
ζουρλομαντύας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве