|
(-ακος) ο торф #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово торф? — ποάνθραξ как с (ново)греческого переводится слово ποάνθραξ? — торф — αχορτάριαστος — αμφορίσκος — ευπορία — μητρυιός — εθελοντής — στιφρός — φιόρο — αγραμματοσύνη — τσάμικο — εξαγόρασμα — κρυοπαγώ — ηγουμενία — αποθήκευτρα — έντεχνος — κουμπάρος — αστερωμένος — κιτρινάδι — ρετάλια — νεβρίς — σκληρίαση — αναρχομαλάκας |
|||