Новогреческий словарь
μετωπιαίος
μετωπιαί|ος
лобный
;
~ον οστούν (άντρον) — лобная кость (пазуха)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лобный
? —
μετωπιαίος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μετωπιαίος
? — лобный
#
(ново)греческий словарь
—
γοργοτάξιδος
—
μαλθουσιανισμός
—
αυθεντικότητα
—
αριά
—
συντεφένιος
—
συμβόλαιο
—
αμβλυκόρυφος
—
μετεωρολογώ
—
ζωόλιθος
—
μερίδα
—
ψιλολογώ
—
υδροπτέρυγο
—
αδιείσδυτος
—
χορτολόγος
—
ακαθησύχαστος
—
δισταχτικότητα
—
ισονεφής
—
γοερός
—
κουτουλάω
—
κανονικότητα
—
τεταρτιάτικος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве