|
лобный; ~ον οστούν (άντρον) — лобная кость (пазуха) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лобный? — μετωπιαίος как с (ново)греческого переводится слово μετωπιαίος? — лобный — οροστεγής — ακυκλοφόρητος — κακοθανατιά — πίκραμα — αποσκότεινα — απόρροια — αλεξικέραονο — τεφρό- — περιστροφή — εφεύρημα — λαζαρέτο — απονεκρωμένος — οδοντοκοίλωμα — αποτυχαίνω — μπακαλόπαιδο — υποθήκη — μειονοτικός — ψηφακιά — σαμούρι — φουριόζικος — φάτνωση |
|||