Новогреческий словарь
θυρεοειδής
θυρεοειδ|ής
:
~ αδήν — анат. щитовидная железа
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
θυρεοειδής
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αποκρατώ
—
ζωγράφος
—
αλουργίς
—
γάνιασμα
—
μπακάλαινα
—
αξόνι
—
αποτεφρώνω
—
μαστορική
—
αιμοπυόρροια
—
γλυγούδι
—
ισκιερός
—
εξοφλητήριο
—
βαττάρισμα
—
νεραϊδάρης
—
ανυπάκουος
—
διπλοπρόσωπος
—
μερώνω
—
άρπομαι
—
λαδοχέρης
—
σαλτέρνω
—
κατασκευή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве