Новогреческий словарь
γνάθος
γνάθ|ος
η
челюсть
;
άνω (κάτω) ~ — верхняя (нижняя) челюсть
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
челюсть
? —
γνάθος
как с
(ново)греческого
переводится слово
γνάθος
? — челюсть
#
(ново)греческий словарь
—
γκριζομάλλης
—
κρανιολογία
—
διαιρετότητα
—
συμπεθεριό
—
παιδιαρίζω
—
οροδότηση
—
οιδηματώδης
—
περιδίνηση
—
κεφαλαίος
—
τυχών
—
κατάδηλος
—
φυσιογνωμονία
—
ξεδένω
—
γυμνόσπερμος
—
φρεσκοπλυμένος
—
θρομβίνη
—
καταδιωκτικός
—
βάδιση
—
αλευρόνερο
—
αχεριώνα
—
ακριβοθωρώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве