|
ο картон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово картон? — μουκαβάς как с (ново)греческого переводится слово μουκαβάς? — картон — ποντικός — χαλκωματένιος — εξυγιάζομαι — λιθοτριψία — πογκρόμ — επήκοον — πτωχός — υπουρίς — ανθρωπίστρια — εξατάξιος — αμοιβάδα — βισινύς — αυτοσυσταίνομαι — αναλαμβάνω — επιβράδυνση — αλλοπαθητικά — λασπώνομαι — τορπιλλοβόλο — σκυρόδεμα — τσάμικο — δραστηριότητα |
|||