Новогреческий словарь
χάμόγελο
χάμόγελο
το
улыбка; усмешка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
улыбка
? —
χάμόγελο
как на
(ново)греческом
будет слово
усмешка
? —
χάμόγελο
как с
(ново)греческого
переводится слово
χάμόγελο
? — улыбка, усмешка
#
(ново)греческий словарь
—
εννεαετία
—
ευώδης
—
μπιρμπιλομάτα
—
εύληπτα
—
δαρτός
—
βύζαρος
—
φαιο-
—
απογαλακτισμός
—
μηλοπέπονο
—
ξυλίνη
—
αυλακώνω
—
κουτσούρεμα
—
μπουζουκοκέφαλος
—
βεστιάριον
—
ραδιοσκηνοθεσία
—
ομαδάρχης
—
ανάσυρτος
—
χαμοθεός
—
ξεμαρκάριστος
—
ξινόγαλο
—
αποτόνωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве