|
η ослепление (красотой и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ослепление? — εκθάμβωση как с (ново)греческого переводится слово εκθάμβωση? — ослепление — νυσταγμένος — θλίβω — λάβα — καφέ-αμάν — τεσσαρακονταετία — τσαλιμάκι — παραφυλάγω — ερανικός — Ποσειδώνας — κυματογράφος — ελκυστήρας — χουρμάς — αποβύζι — αγώνισμα — νομιμότητα — χλωρυδρικός — οργανογενής — δίκαιο — ανισοκατανομή — φεουδαρχία — χειλίτιδα |
|||