|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ολιγοπώλιο? — — ευπρόσωπος — πτυοσκαπάνη — δημοκρατικότητα — υλομορφισμός — πλουμί — οπωρικό — αναπεπταμένος — φωτερός — διατορώ — συμπληρωματικά — έδωσα — ενδοκράνιος — σπίτωμα — λοσιόν — καψυλλίωσις — αντιπροσωπεύω — ανάφραντος — ξεγράφομαι — φεσάς — προικοθηρία — επιτίθεμαι |
|||