Новогреческий словарь
αποστερούμαι
αποστερούμαι
терять, лишаться
(чего-л.);
~ούμαι τό φώς μου (τής ακοής) — лишиться зрения (слуха)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
терять
? —
αποστερούμαι
как на
(ново)греческом
будет слово
лишаться
? —
αποστερούμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποστερούμαι
? — терять, лишаться
#
(ново)греческий словарь
—
καταμαρτυρώ
—
ποταμοφυής
—
τσεμπέλι
—
στεφανοκούτι
—
υδροπνευματικός
—
νοσηρότητα
—
αστοχώ
—
αλκοολομέτρηση
—
άστυφτος
—
καλησπερούδια
—
παρκάρισμα
—
αντιρράβδι
—
οινόπνευμα
—
θεσσαλονικιώτικος
—
κολώνα
—
εισκομιδή
—
ορθούμαι
—
απρονοησία
—
αιμορραγία
—
γλωσσοτρώγω
—
κορομηλιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве