|
с широким ртом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово с широким ртом? — πλατύστομος как с (ново)греческого переводится слово πλατύστομος? — с широким ртом — ξύπασμα — ανευσεβάστως — εκπρόσωπος — αισχροκέρδεια — συστηματικότητα — ευλαβητικός — ανεπικοινώνητος — μικρύνω — ισοσκέλιση — αποπλέω — μερδικό — αυθύπαρκτος — ένθρονος — εξα- — ξεναγουμενος — αποκρυσταλλώνω — ετερόφθαλμος — καταπιστευματοδόχος — διαδηλώνω — στρατονόμος — αυθαιμοθεραπεία |
|||