Новогреческий словарь
τσιμπλιάζω
τσιμπλιάζω
гноиться
(о глазах)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гноиться
? —
τσιμπλιάζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
τσιμπλιάζω
? — гноиться
#
(ново)греческий словарь
—
ιάσμη
—
τιττύβισμα
—
υπέροχα
—
κουνιάδος
—
ονειροπλασμένος
—
ένεστι
—
καταστηματάρχης
—
αιδοιολειχία
—
πικρίλα
—
ανερέθιστος
—
κατοπτροποιείον
—
μισοάδειος
—
αναπάντεχος
—
λευκότητα
—
επισυμβαίνω
—
εγερσιμότητα
—
λαγούσα
—
απολείπομαι
—
αβόλετος
—
προοιωνίζομαι
—
εναβρύνομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве