|
1) несущий таран (о судне); 2) поршневой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово несущий таран? — εμβολοφόρος как на (ново)греческом будет слово поршневой? — εμβολοφόρος как с (ново)греческого переводится слово εμβολοφόρος? — несущий таран, поршневой — σπαθίζω — γεφυροπλάστιγξ — πρωτομαρτιάτικα — καφτός — μεταμορφώσιμος — κορφή — σιδηροπώλης — αξόνιο — ευηλεκτραγωγός — ανατρομάζω — ξεκάρφωτος — τυρεμπόριο — συνεταιρισηκός — γουδί — μετατόπισμα — τροβαδούρος — σιβυλλικά — φιλανθρωπία — κομιστής — μηλοφόρος — παννικά |
|||