|
неопытный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неопытный? — ατριβής как с (ново)греческого переводится слово ατριβής? — неопытный — γκανιάζω — δουλικά — μικροκλέφτης — ξεκομμένος — γλωσσολόγος — ανακλητήριος — τρόικα — φυτοτοξίνη — μουσουλμανικός — αγιόκλημα — σκώμμα — πώντς — ματικάπι — ξετεντώνω — ξυστό — άδικος — αυθάδης — ξεγδέρνω — συνασπιστικός — μετωπικά — δουκάτο |
|||